- παλιατσαρία
- η1. σύνολο παλιών και φθαρμένων πραγμάτων2. παλιό και φθαρμένο αντικείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλιάτσα + κατάλ. -αρία (πρβλ. τζαμ-αρία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιατσαρία — η 1. το σύνολο παλιών πραγμάτων: Γέμισες το κατάστημα με όλη αυτή την παλιατσαρία και περιμένεις να προκόψεις. 2. παλιό αντικείμενο: Δεν ντράπηκες που φόρεσες αυτή την παλιατσαρία και παρουσιάστηκες στους ανθρώπους; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρελαρία — η 1. ράκη, παλιατσαρία. 2. σύνολο ανθρώπων κουρελήδων: Μας ήρθε όλη η κουρελαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)